Ο φόβος της εγκατάλειψης, όπως και οι περισσότεροι φόβοι που βιώνουν οι άνθρωποι έχει τις ρίζες του κυρίως στην παιδική ηλικία. Ένας τέτοιος φόβος μπορεί να προκύψει όταν ένα άτομο μεγαλώνει με ασταθείς γονείς που δεν παρείχαν επαρκή συναισθηματική φροντίδα, από ένα τραυματικό διαζύγιο, από τον αιφνίδιο θάνατο ενός γονέα, η και με το μεγάλωμα σε ίδρυμα.
Όλοι άνθρωποι από τη φύση τους στην παιδική ηλικία προσκολλώνται σε άτομα που τους παρέχουν φυσική και συναισθηματική φροντίδα. Για αυτό τον λόγο η προσκόλληση, θεωρείται μια έμφυτη και υγιής ιδιότητα για την ανάπτυξη του ατόμου και αποτελεί τη πρώτη καθοριστική σχέση που δημιουργεί το άτομο.
Ως εκ τούτου, η σχέση αυτή στιγματίζει και προσδιορίζει συνήθως όλες τις σχέσεις της υπόλοιπης ζωής του. Στο παιδικό ψυχισμό, η κάθε είδους εγκατάλειψη είναι συνυφασμένη με τον αφανισμό του παιδιού και για αυτό αρκετές φορές η επιβίωση του εξαρτάται από τους άλλους.
Στην ενήλικη ζωή ο φόβος αυτός ξαναζωντανεύει, όταν το άτομο αρχίζει και εμπλέκεται σε σχέσεις εγγύτητας και βαθύτερης σύνδεσης. Σ’ αυτήν την περίπτωση το άτομο ή αποφεύγει τη δέσμευση ούτως ώστε να αποφευχθεί μια νέα τυχόν εγκατάλειψη, ή επιζητά την προσκόλληση στη σχέση προκειμένου να επουλώσει το τραύμα της εγκατάλειψης.
Σε κάποιες περιπτώσεις το άτομο μπορεί να παρουσιάσει μια αμφιθυμική συμπεριφορά, δηλαδή από την μια να έχει την τάση να προσκολλήσει σε μια σχέση, και από την άλλη να τερματίσει παρορμητικά μια σχέση προκειμένου να μην επαναληφθεί το τραύμα της εγκατάλειψης.
Ένα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό των ατόμων τα οποία φοβούνται την εγκατάλειψη είναι το ότι επιλέγουν κατ’ επανάληψη να συνδέονται με άτομα τα οποία πληρούν εκ των προτέρων τις προδιαγραφές να τα εγκαταλείψουν. Δηλαδή άτομα που δεν είναι ουσιαστικά διαθέσιμα, άτομα ασταθή που δεν επιθυμούν οποιαδήποτε δέσμευση.
Κάποιες φορές, ο φόβος της εγκατάλειψης πολλές φορές, οδηγεί τα άτομα σε χειριστικές και καταναγκαστικές συμπεριφορές απέναντι σε άλλους ανθρώπους, ούτως ώστε να τους χειραγωγήσουν, να τους εκφοβίσουν, ή να τους δεσμεύσουν σε μια σχέση για να μην βιώσουν εκ νέου μια καινούργια εγκατάλειψη. Αυτές οι συμπεριφορές πιθανόν να εμπεριέχουν υπερβολικές παροχές σε υλικό και συναισθηματικό επίπεδο όπως συμβιβασμούς, εκβιασμούς, έλεγχο της ζωής των άλλων, δωροδοκίες, υποχωρήσεις, κλπ.
Η βασική πεποίθηση του ατόμου το οποίο φοβάται την εγκατάλειψη είναι πως αφού οι γονείς μου οι ίδιοι με έχουν εγκαταλείψει, τότε σίγουρα θα με εγκαταλείπουν και όλοι οι άλλοι. Στην τελική αυτή η πεποίθηση, μαζί και με άλλες συμπεριφορές από μέρους του ατόμου, μπορεί να οδηγούν στην επιβεβαίωση του φόβου του πως εγκαταλείπεται.
Όταν ένα άτομο με δυσκολίες εγκατάλειψης ενταχθεί σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία, ο κύριος στόχος είναι η αναζήτηση της εγκατάλειψης που το άτομο βίωσε στην παιδική του ηλικία και η σύνδεση της με το σήμερα. Ο θεραπευτής βοηθάει το άτομο να εντοπίσει τις δυσλειτουργικές σκέψεις και τις προβληματικές συμπεριφορές που έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη ζωή του, ενισχύουν η προκαλούν τον φόβο εγκατάλειψης. Αυτή γίνεται μέσω της διαδικασίας διερεύνησης των διαπροσωπικών του σχέσεων με απώτερο στόχο την θετική αναπλαισίωση και μείωση του φόβου εγκατάλειψης. Παράλληλα, καλλιεργείται η ικανότητα του να ξεχωρίζει άτομα τα οποία είναι κατάλληλα και ικανά να συνδεθούν πραγματικά μαζί του σε ασφαλή βάση και το άτομο βοηθιέται να αναπτύξει μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους.
Αλέξης Αντωνίου
Εγγεγραμμένος Ψυχολόγος
Συστημικός Ψυχοθεραπευτής
Υποψήφιος Διδάκτωρ Ψυχολογίας